ἐπικουρίων

ἐπικουρίων
ἐπικούριος
succouring
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικουρίων — Ἐπικούριος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”